Δερκυλίδας

Δερκυλίδας
(τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος. Το όνομά του αναφέρεται για πρώτη φορά στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν, με εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, βοήθησε τις πόλεις Άβυδο και Λάμψακο να αποστατήσουν από τους συμμάχους τους Αθηναίους. Στη διάρκεια της αρμοστείας του στην Άβυδο διαβλήθηκε από τον σατράπη Φαρνάβαζο και τιμωρήθηκε. Το 399 π.Χ., όμως, όταν αντικατέστησε τον στρατηγό Θίβρωνα, κατάφερε να διακριθεί χάρη στην πανουργία και στην πολυπραγμοσύνη του, ιδιότητες για τις οποίες επονομάστηκε και Σίσυφος. Συμμάχησε με τον αντίπαλο του Φαρνάβαζου, Τισσαφέρνη, επιτέθηκε εναντίον του σατράπη και σε διάστημα λίγων ημερών, κατέλαβε δέκα πόλεις της σατραπείας του. Η στρατηγία του παρατάθηκε και τον επόμενο χρόνο. Στο διάστημα αυτό έληξε η ανακωχή με τον Τισσαφέρνη και, έπειτα από διαταγή των εφόρων της Σπάρτης, εισέβαλε στην Καρία, υποχρεώνοντας τον Τισσαφέρνη να συνθηκολογήσει. Ο Δ. παρέμεινε στη Μικρά Ασία και μετά την εκστρατεία του Αγησίλαου (396-394). Με την καταστροφή του πελοποννησιακού στόλου στην Κνίδο, το 394, και το τέλος της κυριαρχίας των Λακεδαιμονίων στη Μικρά Ασία, μόνο ο Δ. κατόρθωσε να διατηρήσει πιστές σε αυτόν την Άβυδο και τη Σηστό. Το 390 αντικαταστάθηκε στη στρατηγία από τον Αναξίβιο. Από τότε δεν αναφέρεται το όνομά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δερκυλίδας — Δερκυλίδᾱς , Δερκυλίδας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δερκυλίδου — Δερκυλίδας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dercylidas — (Greek: Δερκυλἰδας) was a Spartan commander during the 4th century BC. For his cunning and inventiveness, he was nicknamed Sisyphus. In 411 he was harmost at Abydos. From 399 to 397 BC, Dercylidas superseded Thibron and led the Spartans through… …   Wikipedia

  • Δερκυλίδα — Δερκυλίδᾱ , Δερκυλίδας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δερκυλίδαν — Δερκυλίδᾱν , Δερκυλίδας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δερκυλίδᾳ — Δερκυλίδᾱͅ , Δερκυλίδας masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”